- πεφίμωσο
- πεφίμωσο s. φιμόω.
Ελληνικά-Αγγλικά παλαιοχριστιανική Λογοτεχνία. 2015.
Ελληνικά-Αγγλικά παλαιοχριστιανική Λογοτεχνία. 2015.
πεφίμωσο — πεφί̱μωσο , φιμόω muzzle perf imperat mp 2nd sg πεφί̱μωσο , φιμόω muzzle plup ind mp 2nd sg (homeric ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)